- σφυγμῶδες
- σφυγμώδηςlike the pulsemasc/fem voc sgσφυγμώδηςlike the pulseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφυγμώδης — ες / σφυγμώδης, ῶδες, ΝΑ [σφυγμός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς 2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο» βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα τού γλυκού νερού και σε … Dictionary of Greek
ευγλένη — (euglena viridis). Πρωτόζωο της τάξης των ευγλενοειδών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων. Ζει στα γλυκά νερά, έχει ατρακτοειδές σχήμα και ένα μακρύ μαστίγιο στο ένα άκρο του κυττάρου, το οποίο του επιτρέπει να κινείται στο υγρό περιβάλλον. Η ε.… … Dictionary of Greek